- αποπορευομαι
- ἀποπορεύομαιἀπο-πορεύομαι1) отправляться, уходить Xen.2) возвращаться Xen., Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπορεύομαι — ἀποπορεύομαι (Α) 1. αναχωρώ, απέρχομαι 2. επιστρέφω … Dictionary of Greek
ἀποπορεύσει — ἀποπορεύομαι depart fut ind mp 2nd sg ἀ̱ποπορεύσει , ἀποπορεύομαι depart futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποπορεύομαι depart aor subj act 3rd sg (epic) ἀποπορεύομαι depart fut ind mid 2nd sg ἀποπορεύομαι depart fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορεύσομαι — ἀποπορεύομαι depart aor subj mp 1st sg (epic) ἀποπορεύομαι depart fut ind mp 1st sg ἀ̱ποπορεύσομαι , ἀποπορεύομαι depart futperf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἀποπορεύομαι depart aor subj mid 1st sg (epic) ἀποπορεύομαι depart fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορεύῃ — ἀποπορεύομαι depart pres subj mp 2nd sg ἀποπορεύομαι depart pres ind mp 2nd sg ἀποπορεύομαι depart pres subj mp 2nd sg ἀποπορεύομαι depart pres ind mp 2nd sg ἀποπορεύομαι depart pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορευόμενον — ἀποπορεύομαι depart pres part mp masc acc sg ἀποπορεύομαι depart pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀποπορεύομαι depart pres part mp masc acc sg ἀποπορεύομαι depart pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορεύσοιτο — ἀποπορεύομαι depart fut opt mp 3rd sg ἀ̱ποπορεύσοιτο , ἀποπορεύομαι depart futperf opt mp 3rd sg (doric aeolic) ἀποπορεύομαι depart fut opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορεύσονται — ἀποπορεύομαι depart fut ind mp 3rd pl ἀ̱ποπορεύσονται , ἀποπορεύομαι depart futperf ind mp 3rd pl (doric aeolic) ἀποπορεύομαι depart fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορευθῆναι — ἀποπορεύομαι depart aor inf mp ἀποπορεύομαι depart aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορευομένους — ἀποπορεύομαι depart pres part mp masc acc pl ἀποπορεύομαι depart pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορευόμενος — ἀποπορεύομαι depart pres part mp masc nom sg ἀποπορεύομαι depart pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπορεύεσθαι — ἀποπορεύομαι depart pres inf mp ἀποπορεύομαι depart pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)